- τριδύναμος
- -η, -ο / τριδύναμος, -ον, ΝΑαυτός που έχει τρεις δυνάμεις ή τρεις ιδιότητεςνεοελλ.φρ. «τριδύναμος περιστροφικός κινητήρας»(μηχανολ.) βενζινοκινητήρας που αποτελείται από τρεις ρότορες, έναν για την ισχύ, έναν για την καύση και έναν που λειτουργεί ως βαλβίδα φραγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -δύναμος (< δύναμις)].
Dictionary of Greek. 2013.