τριδύναμος

τριδύναμος
-η, -ο / τριδύναμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρεις δυνάμεις ή τρεις ιδιότητες
νεοελλ.
φρ. «τριδύναμος περιστροφικός κινητήρας»
(μηχανολ.) βενζινοκινητήρας που αποτελείται από τρεις ρότορες, έναν για την ισχύ, έναν για την καύση και έναν που λειτουργεί ως βαλβίδα φραγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -δύναμος (< δύναμις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριδύναμος — of three powers masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριδύναμον — τριδύναμος of three powers masc/fem acc sg τριδύναμος of three powers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριδύναμα — τριδύναμος of three powers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”